καλαμανθήλη

καλαμανθήλη
καλαμανθήλη, ἡ (Α)
το στάχυ με το καλάμι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + ἀνθήλη «θύσανος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη …   Dictionary of Greek

  • κανθήλη — κανθήλη, ἡ (Α) είδος βούρλου που χρησιμοποιούσαν ως φιτίλι στις λαμπάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τού καλαμανθήλη*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”